ξαργιτού

ξαργιτού
ξάργου(του) επίρρ. нарочно, умышленно, намеренно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξαργιτού" в других словарях:

  • ξαργιτού — και αξαργιτού (ιδιωμ. τ.) επίρρ. σκόπιμα, επίτηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάργου, κατά τη φρ. ἐπί ταυτοῦ] …   Dictionary of Greek

  • ξαργισιμιός — ά, ό κατασκευασμένος για την περίσταση, κατάλληλος, ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ξάργου ή ξαργιτού, κατά τα επίθ. σε (σ)ιμιός (πρβλ. βαφτισιμιός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»